- σκήνους
- σκῆνοςhutneut gen sg (attic epic doric)σκηνόωpitch tentsimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκήνος — το / σκῆνος, ήνους και ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α λείψανο, σορός τού ανθρώπου, σκήνωμα αρχ. 1. κατοικία 2. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής («ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῡ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ) 3. πτώμα ζώου, ιδίως μοσχαριού ή… … Dictionary of Greek
σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… … Dictionary of Greek
ВИЗАНТИЙ — [Визант; греч. Βυζάντιος, Βύζας], визант. гимнограф. Этим именем надписаны в Минеях ряд самогласных стихир. Как творения В. (Βυζαντίου) в греч. печатных Минеях обозначены самогласны след. служб: индикта (1 сент., на «Господи, воззвах», на «И… … Православная энциклопедия